Friday, December 03, 2010

ΠΑΛΙΑ ΞΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ή Λίγη παλιατσαρία ποτέ δεν βλάφτει!!!


Ανάρτησα μερικά παλιά άρθρα που ειχα δημοσιεύσει σε εφημερίδες της επαρχίας. Μπορεί να μην είναι εντελώς επίκαιρα, αλλά οπωσδήποτε έχουν κάποια αξία -για μένα, τουλάχιστον- και καλά είναι να βρίσκονται σε έναν τόπο.

Εξ όνυχος τον λέοντα… Ή λόγος υπέρ Υπερβορείων





Απρόθυμα, τρόπον τινά, ξεκινάω να γράψω κάποια πράγματα σήμερα. Κι αυτό γιατί πρέπει να σταθώ επικριτικά σε κάποιες θέσεις και απόψεις που διαστρεβλώνονται για προσωπικά ίσως οφέλη, για λόγους αυτοπροβολής και κυριότερα μέσα από μια αδέξια συγκεκαλυμμένη έπαρση που ταλανίζει όσους πέρασαν τα Άβδηρα που λέγονται ΜΜΕ και ήγειραν μνημεία ματαιοδοξίας – πάντα χωρίς να γενικεύουμε. Κι αυτό από άνθρωπο που θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να έχει σφαιρικότερη άποψη για όσα έχει ζήσει και έχει βιώσει. Αλλά δεν είναι πάντα έτσι τα πράγματα.
Τη βδομάδα που πέρασε διάβασα στις δυο μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες, ΤΑ ΝΕΑ και την Ελευθεροτυπία, για ένα βιβλίο που έγραψε η κυρία Αλεξάνδρα Πασχαλίδου. Οι παρουσιάσεις ξεκινούσαν με τα εξής λόγια: «κόρη ελλήνων μεταναστών και διάσημη δημοσιογράφος στη Σουηδία» (ΤΑ ΝΕΑ) και «Είναι ένα λαϊκό, έξυπνο, πρόσχαρο, αυθόρμητο και χαριτωμένο κορίτσι που έχει μιλήσει στον ενικό στον πρωθυπουργό της Σουηδίας και έχει ψηφιστεί ως μια από τις δέκα ομορφότερες γυναίκες της Σουηδίας. Η Αλεξάνδρα Πασχαλίδου μεγάλωσε, όμως, σε ένα γκέτο μεταναστών της Στοκχόλμης και έκανε σκληρό αγώνα για να ξεφύγει από τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, στην οποία την καταδίκαζε η ελληνική καταγωγή της και η ανημπόρια των γονιών της, που είχαν και οι δύο ταπεινές δουλειές» (Ελευθεροτυπία).
Ας βάλουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά ξεκινώντας, ως είθισται, από την αρχή. Ο υπογράφων έχει προσωπική άποψη για τη Σουηδία στην οποία έζησε, ζει και εργάζεται η συγγραφέας. Αυτό σημαίνει ότι διαβάζοντας τα άρθρα των εφημερίδων (το βιβλίο δεν το διάβασα, αλλά αρκούν τα άρθρα για να σχηματίσει κανείς άποψη — κι αν η άποψη αυτή δεν ανήκει στην κυρία Πασχαλίδου, ε, τότε δεν τα λέω για την κα Πασχαλίδου), τα έχασα. Σκέφτηκα, ταυτόχρονα, ότι πολλά γράφονται και λέγονται που περνούν ανεξέλεγκτα κι αν κανείς δεν γνωρίζει τι μπορεί να κρύβεται από πίσω, η παραπλάνηση καθίσταται εύκολη. Και εξηγώ:
Τα επίθετα «λαϊκό, έξυπνο, πρόσχαρο, αυθόρμητο και χαριτωμένο» από πού πηγάζουν; Πιθανώς από τη συντάκτρια του άρθρου. Αλλά πόσο έγκυρη είναι αυτή η γνώμη; Και τι σημαίνει άραγε εκείνο το “λαϊκός”; Μη κληρικός, κοινός, μη εκλεκτικός; Και σε αντιδιαστολή με τι; Ποια η διαφορά ανάμεσα σε ένα κορίτσι λαϊκό και σε ένα κορίτσι μη λαϊκό; Προς Θεού, δεν κάνουμε ταξινόμηση ασμάτων!
 «Έχει μιλήσει στον ενικό στον πρωθυπουργό της Σουηδίας»… Σοβαρό επίτευγμα! Και το λέω ειρωνικά διότι όποιος γνωρίζει τη Σουηδία και τους Σουηδούς, γνωρίζει επίσης ότι οι Σουηδοί δεν χρησιμοποιούν πληθυντικό, παρόλο που υπάρχει προσφώνηση στον πληθυντικό. Κάποτε μιλούσαν στον πληθυντικό σε ηλικιωμένους ανθρώπους που δεν τους γνώριζαν καλά αλλά εξέλειψε κι αυτό στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Οι συζητήσεις που γίνονται στην τηλεόραση –και μιλάμε για τις σοβαρές συζητήσεις– γίνονται πάντα στον ενικό. Άντε να χρησιμοποιήσουν τρίτο ενικό (“θα ήθελε ο κ. Τάδε να μας εξηγήσει…»). Όσον αφορά το «μεγάλωσε σε γκέτο μεταναστών» τι να πω; Την εποχή που μεγάλωνε η ΑΠ στο “γκέτο” Ρίνκεμπυ, ζούσαν εκεί και Σουηδοί, κάτι που παραδέχεται και η ίδια. Μπορεί να υπήρξε “γκετοποίηση” εκ των υστέρων, όταν εξέλειπαν οι αυτόχθονες από την εν λόγω περιοχή, αλλά το γκέτο είναι ένωση πολλών συνιστωσών.
Η ΑΠ «έχει ψηφιστεί ως μία από τις 10 ομορφότερες γυναίκες της Σουηδίας». Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Αν σκεφτεί κανείς ότι η ΑΠ –όπως δηλώνει η ίδια– υπήρξε θύμα ρατσιστικών εκδηλώσεων. Από τη μια γίνεται ξεχωριστό άτομο ως μία από τις 10 ομορφότερες και από την άλλη ξεχωριστό άτομο ως “μαυροκέφαλη” και“τσικνοελληνίδα” (αυτό το τελευταίο μού είναι κάπως άγνωστο ως χαρακτηρισμός, θα εμφανίστηκε μετά το 1995, μάλλον) και θύμα ρατσιστών. Στην πρώτη περίπτωση αισθάνεται –υποθέτω– περήφανη, ενώ στη δεύτερη “οργισμένη” και “θύμα”. Αναρωτιέμαι εάν ένας νουνεχής θα μπορούσε να θεωρήσει τις αμερικανίδες beauty queens (βασίλισσες ομορφιάς) θύματα. Προσωπικά, θα το έκανα με ευκολία.
…έκανε σκληρό αγώνα για να ξεφύγει από τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, στην οποία την καταδίκαζε η ελληνική καταγωγή της και η ανημπόρια (sic) των γονιών της, που είχαν και οι δύο ταπεινές δουλειές.
Εδώ χρειάζεται προσοχή: “φτώχεια και περιθωριοποίηση”. Το να ζει κανείς φτωχικά στη Σουηδία του 1970 αποτελούσε ίσως κοινό τόπο για τους μετανάστες, επειδή ήθελαν να στείλουν ορισμένα χρήματα στην Ελλάδα, να φτιάξουν ένα σπίτι στην πατρίδα ή απλώς να αποταμιεύσουν. Η ταπεινή δουλειά είναι η λεγόμενη “στέντα”, δηλαδή καθαρισμός κτηρίων. Δεν υπήρχε τίποτα ταπεινό σ’ αυτό. Πολλοί Σουηδοί δούλευαν τότε σε αυτές τις δουλειές, όπως και πολλοί φοιτητές που ήθελαν έξτρα εισόδημα. Ήσαν συνήθως δουλειές των 2 ή 3 ωρών και πολλοί Έλληνες είχαν περισσότερες της μιας “στέντας”. Οι Σουηδοί, επειδή ζούσαν σε ένα κράτος πρόνοιας δεν αποταμίευαν όπως οι Έλληνες που προέρχονταν από μια χώρα που μόνο πρόνοια δεν διέθετε.
Τώρα, πώς την “καταδίκαζε” η ελληνική καταγωγή της και πώς η “ανημπόρια” των γονιών της, μόνο η ΑΠ το ξέρει –ή η δημοσιογράφος αν αυτό είναι δική της εκτίμηση– υποθέτω. Επειδή είναι γνωστό, και όποιος το αρνηθεί ψεύδεται σκόπιμα, ότι οι Έλληνες έχαιραν εκτίμησης στη Σουηδία σε σχέση με άλλους. Εξάλλου, για να δεχτεί κανείς ότι τον βαραίνει η καταγωγή του ή ανεγκέφαλος πρέπει να είναι ή σε ανεγκέφαλους να απευθύνεται. Όσο για την ανημπόρια ή ανημποριά ή φτώχεια, τα είπαμε ήδη. Τις επιλογές τους έκαναν οι άνθρωποι… Και εξάλλου η Σουηδία τη δεκαετία του 70 δεν είχε τη γκλαμουριά (για να χρησιμοποιήσω μια λόγια λέξη) του σήμερα.
Στη Σουηδία είναι ντροπή, δεν κάνει να μιλάς για τον εαυτό σου. Κι αυτό ήταν το μεγάλο δίλημμα που είχα όταν μου πρότειναν να γράψω αυτό το βιβλίο. Είναι, όμως, αυτοβιογραφικό και θα ήταν δύσκολο να μη μιλάω συνέχεια για τον εαυτό μου. Προσπάθησα, πάντως, να μη φαίνεται ότι είμαι κάτι το ιδιαίτερο, να μη διαφοροποιηθώ από τα αδέλφια μου που ζουν στην αφάνεια.
Αρχίζοντας να διαβάζω αυτές τις γραμμές ένιωσα εκείνη τη φοβερή πίεση που ασκεί το “πρέπει” πάνω στο “είναι”. Τη μεγαλύτερη τραγωδία του ανθρώπου: από τη μια έχεις την ηθική υποχρέωση να υπηρετείς την αλήθεια, κι από την άλλη, δίπλα-δίπλα, την ηθική υποχρέωση να πολεμάς την έπαρση και τη μισαλλοδοξία σου και, καταπόδας, ν’ ακολουθεί η άλλη ηθική υποχρέωση να μην κάνεις τη ζωή σου ευκολότερη, παρακάμπτοντας τα ηθικά διλήμματα. Αλλά πάλι εκείνο «τα αδέλφια μου που ζουν στην αφάνεια» έπνιξε ένα “εύγε” που πήγε να βγει από το στόμα μου. Τι εννοεί άραγε η ΑΠ με “αφάνεια”; Προς τι η αντιδιαστολή με τα αδέλφια της; Και τελικά γιατί είναι μεμπτό να μην είσαι διάσημος; Να είδε άραγε η ΑΠ το έργο του Γούντυ Άλλεν “Απιστίες και αμαρτίες” όπου στο τέλος ο Κλιφ Στερν (Άλλεν) λέει στον Τζούντα (Μάρτιν Λαντάου) ότι υπέροχη είναι και η ζωή στη διάρκεια της οποίας δεν κάναμε και πολλά πράγματα; Αλλά αυτό χρειάζεται κότσια για να το δεχτείς. Όπως και το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να δώσεις σαν άνθρωπος κάτι περισσότερο, αλλά κάτι διαφορετικότερο. Και επειδή η ζωή κάθε ανθρώπου είναι διαφορετική, τέτοια γίνεται και η προσφορά του. Η φήμη δεν είναι πανάκεια. Κι ακόμη λιγότερο πανάκεια είναι αυτό που στους καιρούς μας τη συνοδεύει: το χρήμα. Άρα η αφάνεια είναι σχετική. Και μιλώντας με θράσος γι’ αυτήν αποδεικνύεις συχνά το μέτρο της άγνοιάς σου.
Λέει η αρθρογράφος των Νέων: «H Αλεξάνδρα έχει κάθε λόγο να είναι περήφανη. Έγινε η εξαίρεση του κανόνα». Κι εγώ συμπληρώνω: όπως και ο Καλλιφατίδης, όπως οι επιχειρηματίες Έλληνες στη Σουηδία με προεξάρχοντα τον πρώην ιδιοκτήτη μεγάλου γραφείου ταξιδιών που ανακηρύχτηκε επιχειρηματίας της χρονιάς το 1998, όπως ο βουλευτής του Αριστερού Κόμματος Σουηδίας, όπως το πλήθος των πανεπιστημιακών και δασκάλων που διέπρεψαν και διαπρέπουν στη Σουηδία. Ποιος είναι η εξαίρεση του κανόνα. Και τίνος κανόνα; Αυτά συμβαίνουν καθημερινά. (Μόνο που, νά, έρχεται κάποιο βιβλίο, ή κάποιο άρθρο για ένα βιβλίο, και τονίζει τόσο πολύ την καθημερινότητα που νομίζουμε ότι όντως πρόκειται για κάτι ξεχωριστό.)  Η κ. ΑΠ έκανε ό,τι κάνει ο κόσμος σε όλο τον πλανήτη. Άλλοι γίνονται (ή και τους κάνουν) επιστήμονες, άλλοι συγγραφείς, άλλοι εργάτες, άλλοι αφεντικά, άλλοι εγκληματίες κ.λπ.
Και φτάνουμε στις «απειλές από ένοπλους νεοναζί που την έκαναν να χάσει τη δουλειά της και μετέτρεψαν τη ζωή της σε κόλαση». Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό. Διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά για να τους μπει στο μάτι: ξένη, όμορφη, διάσημη, ζούσε σε χλιδάτο περιβάλλον, όπως παραδέχεται. Ε, ξεκίνησαν λοιπόν και οι οπαδοί της φυλετικής καθαρότητας και άρχισαν να την κυνηγούν.
Δεν προσπαθώ να γελοιοποιήσω την κατάσταση. Ένιωσα κι εγώ όταν πρωτοπήγα στη Σουηδία τον ρατσισμό στο πετσί μου. Απλώς, τον αντιμετώπισα διαφορετικά. Σήμερα, όπου η χώρα αυτή βρίθει από φυλές και εθνότητες, δεν θα χρειαζόταν η δική μου αντιμετώπιση. Εξάλλου –κι αυτό ισχύει για τη Σουηδία– όσο αυξανόταν (μάλλον, δεν αυξανόταν, πιο εξωστρεφές γινόταν) αυτό το βδέλυγμα του ρατσισμού και του νεοναζισμού (το ίδιο πράγμα είναι, απλώς ο ρατσιστής όταν ντύνεται “μπούλα” γίνεται νεοναζιστής: πώς ντυνόμασταν μικροί καουμπόηδες και νομίζαμε για λίγο ότι ήμασταν και τέτοιοι;) τόσο, και περισσότερο, αυξανόταν το αντιρατσιστικό κίνημα και μάλιστα το ενεργό (εννοώ ότι έπεφτε και ξύλο). Έτσι, για να αποδίδονται τα του Καίσαρα στον Καίσαρα…
  Σε τούτο τον πλανήτη οι άνθρωποι κινούνται και εθελοντικά και αναγκαστικά από τη μια χώρα στην άλλη. Όσο για τον ρατσισμό: και ρατσισμός υπάρχει και κρυπτορατσισμός. Άκουγα πολλές φορές στη Σουηδία ότι οι Έλληνες, οι Φινλανδοί, οι Ιταλοί, οι Πέρσες, οι Τούρκοι και άλλοι πολλοί (από φτωχότερες χώρες) ήσαν μετανάστες. Ρώτησα κάποιον γνωστό μου Σουηδό (κρυπτορατσιστή) γιατί δεν θεωρεί μετανάστη και τον Εγγλέζο, μια που υπάρχουν πολλοί τέτοιοι εκεί που εργάζονται, και με κοιτούσε σαν χάνος. Δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι ο Εγγλέζος ή ο Αμερικανός λιποτάκτης του Βιετνάμ θα μπορούσε να ήταν μετανάστης. Θέλω να πω ότι πολλές φορές αφήνουμε τον ρατσιστή να εκμεταλλευτεί το γεγονός της αδαημοσύνης του και να λέει αυτά που λέει. Εκείνος που παραδέχεται το μέγεθος της άγνοιάς του είναι απλώς ξενόφοβος, εκείνος που δεν το παραδέχεται είναι φασιστοειδές και από αυτά τα όντα έχουμε κι εμείς. Εκείνοι οι αλήτες με το αρχαιοελληνικά ψευδώνυμα και τις Χρυσές Αυγές που το σκάνε στην Αμερική και τάχα οι από εδώ δυσκολεύονται να τους συλλάβουν, οι Καλαμπόκες, οι Κένταυροι από τη μια και τα θύματα από την άλλη, ο νεολαίος του ΝΑΡ έξω από τα δικαστήρια και ο Τεμπονέρας και ο Αλβανός της διπλανής πόρτας (γκέτο είναι άραγε και τα Εξάρχεια, και η Κυψέλη;), ο αλβανός οικογενειάρχης που δουλεύει από νύχτα σε νύχτα με τα χρήματα που προσφέρουν οι εδώ “μη ρατσιστές”. Αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν στην Ελλάδα δεν δικαιολογεί την ύπαρξή τους και τα έργα τους ούτε στην Ελλάδα ούτε σε καμιά χώρα του κόσμου. Είναι ένα καρκίνωμα που ξεκίνησε από καταβολής κοινωνιών και στο διάβα το χρόνου φόρεσε και τον μανδύα της “ιδεολογίας”.
Πόσοι είναι όμως ρατσιστές; Είναι ρατσιστικές οι κοινωνίες μας, γενικώς; Μάλλον θα διέπραττε κανείς λογικό σφάλμα, επιχειρώντας το λογικό άλμα της γενίκευσης. Και ο ίμερος της γενίκευσης μοιάζει να έχει ριζωθεί για τα καλά στη σκέψη μας. Ογκόλιθος κι αυτός, σαν εκείνους προηγούμενου άρθρου. Μια επικίνδυνη ηχώ κάποιου παρελθόντος απειλεί ακόμη τη ζωή μας! Λογική και Τρέλα αλλάζουν απλώς καρέκλες, αντικαθιστούν η μια την άλλη… (Αλλά αν ήταν να αναπτύξουμε κι αυτόν το συλλογισμό δεν θα μας έφτανε η εφημερίδα. Θα αφήσω όμως να κρέμεται ίδια Δαμόκλειος σπάθη ένα “επιφυλάσσομαι”…)
Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια των σκέψεων της κυρίας ΑΠ. Τις ίδιες τις σκέψεις θέτω υπό το πρίσμα της αμφισβήτησης. Παράδεισος η Σουηδία δεν είναι, μια που παράδεισοι δεν υπάρχουν έξω από το στέρνο μας. Κι αν θέλουμε να πιστέψουμε ότι ήταν κάποτε παράδεισος πρόνοιας αυτό οφειλόταν στην πολιτική που ασκήθηκε, στους σουηδούς πολίτες και στους μετανάστες. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή στον τρόπο με τον οποίον ασκούμε κριτική, γιατί αυτός που επικρίνει θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ακριβοδίκαιος.
Και για να διαψεύσουμε τον τίτλο μας κρατήστε βαθιά μέσα σας ότι πολλές φορές πίσω από το λιονταρίσιο νύχι δεν υπάρχει λέων.          

Αφορισμοί




 Ή





Ο κόσμος είναι όπως είναι. Οποιαδήποτε αλλαγή θα οδηγούσε σε έναν άλλο κόσμο. Τι θα ήταν, άραγε, ο κόσμος αυτός;
Το σλόγκαν του Μαρξισμού. «Εμείς δεν θέλουμε να καταλάβουμε τον κόσμο, θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο». Το “εμείς” γράφεται, προφανώς, κατ’ αντιδιαστολή. Ποιοι θέλουν να καταλάβουν τον κόσμο; Μόνο οι παραδοσιακοί φιλόσοφοι. Άρα οι μαρξιστές θέτουν επίσης το παλιό φιλοσοφικό ερώτημα “τι είναι κόσμος”, (διότι δεν μπορείς να μην ξέρεις τι είναι αυτό που απορρίπτεις) και εν συνεχεία τον απορρίπτουν και εκφράζουν τη θέση της αλλαγής του. Επανερχόμαστε στο 1.  
1.               Πώς να διανοηθεί κανείς τη μη ύπαρξη αυτού του κόσμου; Και τι θα σήμαινε αυτό; Μήπως με την αλλαγή του εννοούμε κοινωνική αλλαγή; Τι σχέση έχει αυτό με τη φιλοσοφία; Εντέλει, γιατί ξεκινάμε από μια φιλοσοφική απορία για να καταλήξουμε σε μια κοινωνική-πολιτική θέση;
2.               «Ο μαρξισμός-λενινισμός είναι επιστημονική θεωρία». Τι σημαίνει επιστημονική θεωρία, τώρα; Οι επιστημονικές θεωρίες επαληθεύονται ή διαψεύδονται με το πείραμα. Γίνονται ή όχι αποδεκτές από μια επιστημονική κοινότητα. Η φιλοσοφία δεν εκπονεί θεωρίες, και όταν το κάνει δεν είναι φιλοσοφία· είναι μάλλον κοινωνιολογία, ψυχολογία, φυσική, κλπ.
3.               Ότι έχει να κάνει με τη φιλοσοφία ανάγεται στο επίπεδο της δραστηριότητας. Η φιλοσοφία είναι δραστηριότητα.
4.               Πολλοί υποστηρίζουν ότι η επιστήμη έδωσε απάντηση σε πολλά ερωτήματα της φιλοσοφίας (Κούρτοβικ στα ΝΕΑ). Και συνεχίζει «Αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει». Μα η φιλοσοφία δεν έχει λόγο να δώσει απάντηση σε ερωτήματα της φυσικής. Αυτά τα απαντάει η φυσική. Εξάλλου, η φιλοσοφία δεν υπάρχει για να δώσει απαντήσεις. Υπάρχει για να διαλύσει τα ψευτοφιλοσοφικά προβλήματα που δημιουργούν τυχόν ερωτήματα του τύπου «Υπάρχει Θεός;» «Τι είναι κόσμος;», «Τι είναι ζωή;»
5.               Ο φιλόσοφος δεν θα σταθεί στην ορθότητα ή μη μιας θεωρίας. Ο φιλόσοφος θα δείξει ότι κάποιες θέσεις-προτάσεις της θεωρίας έχουν ή δεν έχουν νόημα. Επιστρέφουμε στο 1.
6.               Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να υπάρξει “διάλογος” μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας.
7.               Σκεφτείτε την παντοδυναμία του Θεού μέσα από το ερώτημα: «Μπορεί ο Θεός να κατασκευάσει μια τόσο μεγάλη πέτρα την οποία δεν θα μπορεί να σηκώσει ούτε ο ίδιος;» Η λογική δεν μας επιτρέπει τέτοιες αναζητήσεις.

Περί Αριστεράς και Δεξιάς


 <-- & -->


Διαβάζω άρθρο του Δ. Δημητράκου στις Νέες Εποχές της εφημερίδας το Βήμα (27/08/2005) με τίτλο Δεξιά ή Αριστερά; Ο συγγραφέας του άρθρου –καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών– προσπαθεί να πείσει ότι η τομή Αριστεράς-Δεξιάς ως ουσία αλλά είναι μια εσωτερική, “ενδοκοινοτική” επινόηση, μια μανιχαϊστική αφέλεια που σήμερα δεν έχει πια νόημα. Ο Δ. Δ., όπως γίνεται συνήθως, λέει μερικές αλήθειες αλλά δεν λέει την αλήθεια. Οι συγκρίσεις των αριστερών και δεξιών με κοινότητες γκέι και λεσβιών είναι ατυχείς. Ο παραλληλισμός τους με “φυλές” όπως εκείνες των Ιώνων και των Δωριέων είναι ακαταλαβίστικες. Γιατί, εντέλει, αν είναι να συγκρίνουμε το τάδε με το δείνα πρέπει να μιλάμε για πράγματα ή καταστάσεις ομοειδείς ή τέλος πάντων να συγκρίνουμε παρόμοιες ιδιότητές τους. Εάν λοιπόν θεωρήσουμε εξαρχής την Αριστερά και τη Δεξιά ως μη ουσιαστικές κοινότητες σε έναν συγκεκριμένο λογικό χώρο, στον κόσμο μας εν προκειμένω, τότε δεν υπάρχει και λόγος να προβούμε σε συγκρίσεις ή παραλληλισμούς. Επομένως, αυτού του είδους η χειραγώγηση, και τα συμπεράσματα στα οποία αυτή  μας οδηγεί, δεν ανήκει στη φιλοσοφική πρακτική, ανήκει στον τομέα της κουτοπονηριάς.
Νόημα θα είχε η εξέταση των χώρων Αριστεράς και Δεξιάς ως προς το περιεχόμενό τους. Ήτοι, νόημα θα είχε η ιστορική εξέταση των μεταβολών που υπέστησαν οι δύο χώροι και, πάντως, νόημα θα είχε η εξέταση της συμπεριφοράς των οπαδών των χώρων αυτών στο πέρασμα του χρόνου και ο βαθμός αποξένωσής τους από τα βασικά κριτήρια σύστασης των χώρων αυτών. Και ακριβώς στο τελευταίο αυτό θα έπρεπε να αναζητούμε την αιτία της σύγχυσης μεταξύ Αριστεράς ή Δεξιάς ως κοινωνικής αντίληψης και Αριστεράς ή Δεξιάς ως εκφυλισμένης και άνευ ουσίας κοινότητας.

Εκλογές με λίστα




Τα κόμματα είναι φορείς ιδεολογιών. Δεν διορίζουν υπουργούς και βουλευτές. Δεν αποφασίζουν μόνα τους για την κρατική λειτουργία. Αυτό είναι θέμα του πολίτη. Σίγουρα ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί αρχή φαυλότητας, αλλά δεν έχουμε και τίποτα άλλο. Συνεπώς, πρέπει να κάνουμε το καλύτερο από το υλικό που διαθέτουμε. Δεν μπορεί ένα κόμμα να αποφασίζει μόνο του την τύχη και την πορεία ενός κράτος, με αποτέλεσμα ΠΑΝΤΟΤΕ να φέρνει και όλες τις ευθύνες για οποιαδήποτε αποτυχία βαρύνοντας έτσι την ιδεολογία του σε βαθμό που δεν έχει το δικαίωμα να τη βαρύνει. Η κοινή λίστα λοιπόν στις εκλογές θα έλυνε κάπως το εν λόγω πρόβλημα, θα μετέθετε την ευθύνη εκεί που έπρεπε, στον πολίτη, και αργά και βασανιστικά, by trial and error,  θα έθετε τα θεμέλια μιας νέας θεώρησης της πολιτικής και των ευθυνών της. Κατά συνέπεια, θα απέφευγε κανείς και τον λαϊκισμό, προϊόν της στείρας αντιπολίτευσης, για το ποιος φταίει ή δεν φταίει. Θα δημιουργούσε, πάλι αργά και βασανιστικά, μια άλλη νοοτροπία με την πάροδο των γενεών, μια νοοτροπία ενός πολίτη συμμάχου του κράτους και το αντίστροφο. Η Ελλάδα που ανακάλυψε τη Δημοκρατία οφείλει στον εαυτό της την εκ νέου ανακάλυψή της.