Thursday, May 04, 2006

Εμμονών Επιζύθιον



Μου αρέσουν οι εμμονές. Οξυγονώνομαι. Πηδάει μια απ' αυτές και μου χώνεται κάπου εκεί, κοντά στο τμήμα του Μπροκά και με ξυπνάει. Άντε μετά να καταλαγιάσεις το μέσα σου. Νά και οι άλλες, σαν να μοιράζεις ψίχουλα σε περιστέρια έρχονται, εκλιπαρούσες, απειλητικές, βρόμικες και πεινασμένες. Κι ανοίγεις τη φλέβα του μυαλού σου και λες νά, ορίστε, φάτε. Και τρώνε. Τρώνε. Τρώνε. Χάααααα, ουρλιάζεις. Ορυμαγδός! Φεύγουν και ξανάρχονται. Τι νόμιζες; Με κρατούν όμως ζωντανό. Σαν οι βδέλλες τον υπερτασικό. Από κείνες που έβαζαν παλιά στα κουρεία. Στα ελληνικά κουρεία του '60. Που ήταν σαν τα κουρεία του Φαρ Ουέστ. Όλα τα προλάβαμε. Τίποτα δεν χάσαμε. Μας λεκιάζουν οι αναμνήσεις. Σκύβω και μυρίζω τα ρούχα μου. Το πουλόβερ αποπνέει μια υγρή μυρωδιά, ναφθαλίνη, κορμί, τσιγάρο, βροχή, όχι όποια κι όποια βροχή, πρωτοβρόχι. Το θυμάσαι; Όχι. Πώς να το θυμάσαι… Μη βγαίνεις στους δρόμους. Όχι τώρα πια. Όχι σήμερα. Είναι εποχή πεζών. Και πεζών εποχουμένων. Οι δε κυνηγούν τους μεν. Αφού σου είπα ότι είναι εποχή. Πως λέμε εποχή μπεκάτσας, λαγού, κ.λπ. Πατάς έναν πεζό, του κόβεις το δεξί, το χέρι, και το πας στο τμήμα. Παίρνεις την αμοιβή. Γραπτό έπαινο αποκέντρωσης. Αναρίγησα σαν σκέφτηκα τις προοπτικές μου. Πάντα αναριγώ όταν σκέφτομαι τις προοπτικές μου. Και όταν σκέφτομαι γενικά. Τι λέγαμε; Α, ναι, για τις εμμονές. Ξύνω αυτό που έχω μέσα μου και νά μια εμμονή, τόση. Δεν μπορώ σου λέω χωρίς αυτές. Για ποια λογική μου μιλάς; Τι σχέση έχει τώρα αυτό; Εγώ δεν σκέφτομαι έτσι, σκέφτομαι αλλιώς. Πώς αλλιώς; Αριβάρω όταν θέλω και μιλάω όταν θέλω. Τώρα δεν θέλω. Πάλι λάμπουν σήμερα οι εφημερίδες. Με σκοτεινές εξαιρέσεις, λάμπουν όλες. Τι συρφετός! Πώς αντέχουν να μολογάνε τα ίδια και τα ίδια; Για το τι είπε εκείνος, για το τι απάντησε ο άλλος. Τα λαμπερά χαμόγελα και τα σοβαρά λόγια των σαλτιμπάγκων της κυβέρνησης. Πως αναποδογύρισαν έτσι τα πράγματα; Είναι να γελάς όταν παίρνουν ύφος για να πουν κάτι σοβαρό. Και τι λένε. Σκόνη βγαίνει από το στόμα τους, σάπια πανιά μούμιας και οχετός εφήμερων εντυπώσεων, γραφιάδες που θα πρόσφεραν ακόμη και πυγή για να φανούν άνδρες με πυγμή πνευματική. Και έρχονται εκείνα τα χαρτιά που στις μέρες μας τα αποκαλούν εφημερίδες και γράφουν "Είπαν" - άνω κάτω τελεία και ακολουθεί ο αναφλασμός. Και γίνεται απόφθεγμα. Σε λίγα χρόνια θα καταργήσουν τα στιχάκια των ημερολογίων -κυκλοφορούν ακόμη αυτά;- και θα γράφουν τέτοια αποφθέγματα. "Το μαχαίρι στο κόκαλο" και τα λοιπά. Και οι άλλοι, οι μη έχοντες εξουσία, αλλά την επιθυμούν σαν κίναιδοι, αφήνουν την κρεάτινη γραφίδα και πάνε να βουτήξουν τη γλώσσα στο μυαλό. Αλλά αυτή έχει πάθει αγκύλωση. Πάνω δεν πάει. Τόσα χρόνια προς τα κάτω δούλευε, πως ν' αλλάξει τώρα προσανατολισμό. Το μυαλό; Terra incognita. Η χρήση του; Τι είναι αυτό; Πόσα κερδίζω αν το βρω; Ανάβουν φωτιές. Παντού. Τι καίνε; Ανθρώπους. Μα δεν μυρίζει τίποτα. Πώς να μυρίσει. Αφού χάλασε και η σάρκα. Φτήνυνε. Της αφαίρεσαν τη μυρωδιά για να μην ανεβάσει τιμή. Τι λένε; Ποιοι, τι λένε; Α, οι άρχοντες. Τι σημασία έχει, μην τους ξεσυνερίζεσαι, άρχοντες είναι. "Η Πολιτεία έχει χρέος…" Ποια πολιτεία; Η πολιτεία θέλει πολίτες κι εγώ δεν βλέπω παρά κοπάδια ανθρώπων, σε κουτάκια, όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα, να σηκώνονται ζοχαδιασμένοι, να οδηγούν (άλλο βάσανο αυτό) ζοχαδιασμένοι, να δουλεύουν ζοχαδιασμένοι, να επιστρέφουν ζοχαδιασμένοι να τρώνε ζοχαδιασμένοι, να πίνουν για να χαλαρώσουν ζοχαδιασμένοι και να χαλαρώνουν ζοχαδιασμένοι. Αυτοί δεν είναι πολίτες. Κάτοικοι πόλης είναι. Να φύγω, λες. Και που να πας καημένε Καραμήτρο; Αφού το λουράκι σου έχει συγκεκριμένο μήκος. Κάποτε υπήρχαν και τα ρεύματα και παρηγοριόμασταν. Ποια ρεύματα; Ανθρωπισμός, διαφωτισμός και τα τοιαύτα. Όχι ότι έγινε τίποτα. Απλώς υπήρχαν λέω. Κάπου παρατράβηξε το πράγμα και είπαν, ας κάνουμε ένα ρεύμα. Μετά τα είπαν κινήματα. Μετά κόμματα. Μετά τελεία και παύλα. Μα δεν έχεις καμία ελπίδα; Έχω, πως δεν έχω. Γιατί; Σήμερα γιορτάζουν; Τι να σου λέω τώρα; Ξαμολιέμαι κουρδισμένος να βρω κάτι να γράψω και μόλις πάω ν' αρχίσω ξεχνάω τι ήθελα να πω.

Κλεισμένος σε μεσόγεια στενά

με το κελάηδημα του πολυβόλου στ' αφτιά

Κοιμάμαι!
ξυπνάω με το κροτάλισμα

μιας μέρας που βογκά

Αντάρα!
Κι ο καπνός που απ' τα μάτια βγαίνει

δεν περιμένει να διαλυθεί

κι ολόισια ανεβαίνει

Τέρμα!
Δεν έχει τέρμα η ζωήμόνο ο θάνατος έχει για όποιον τον κατέχει
Σκηνές!
Οι ιστορίες, λεν, των πόλεων

τρομακτικές πως είναι

Μα αν σε φοβίζουνε αυτές

στα γεγονότα μείνε!


Ποτό. Αυτό, ναι. Το συκώτι σου, λέει ο γιατρός. Το δικό σου, του αντιγυρίζω. Σκηνές. Παντού σκηνές. Και μνήμες. Στο φουλ. Προχθές μου έλεγε το ξαδελφάκι μου ότι δεν είχε πια όρεξη για τίποτα. Είχε κατεβάσει ένα Μεταξά τριών αστέρων, αρχίζοντας από τις εννιά το πρωί. Τον κοιτούσα. Κι έβλεπα μια κίρρωση να πάλλεται μπροστά στα μάτια μου, κατακίτρινη, οζώδη, μεγαλειώδη και αποτελεσματική. Σαν βουνό. Ντυμένη με κίτρινο χιόνι. Και πράσινες ανταύγειες, σαν αυτές που αφήνει η πετρελαιοκηλίδα στο νερό. Υπέροχο! Μαζί, του είπα, μη μιλάς, μαζί είμαστε. Μα δεν πίνεις. Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Δώσε μου λίγη ώρα, τώρα ξύπνησα. Και μετά ήπια μαζί του. Και τον κοιτούσα. Ο κόσμος γύρω μας, γύρω μου τουλάχιστον, ήταν στο τυφλό σημείο του οπτικού μου πεδίου. Αυτόν έβλεπα. Το ξαδελφάκι μου. Γύρω μου άρχισαν να δυναμώνουν οι ήχοι. Τι γινόταν; Κάτι έπρεπε να κάνω, να δω. Πιάστηκα από κάτι που είπε και έβαλα τα κλάματα. Καθάρισαν τα μάτια μου. Κοίταξα γύρω μου. Τα ίδια. Σκατά. Ξανάρχισα να πίνω. Κοίταξε τη γκαρσόνα. Θεά. Πώς δεν την είχα πάρει χαμπάρι τόσο καιρό. Άμβλυνση γενική. Νά, για κάτι τέτοια πρέπει να βλέπεις καθαρά. Μετά δεν χρειάζεται τίποτα. Τα κάνει όλα η αφή. "Μ' αγαπάς;" Μα, βέβαια, πώς μπορείς να πιστεύεις το αντίθετο; Γιατί βρίσκομαι εδώ; "Πες μου το, θέλω να το ακούσω". Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Το λες. "Όχι έτσι!" Πώς αλλιώς, κούκλα μου, δεν υπάρχει κι άλλος τρόπος. "Θέλω να ακούσω να το λες με πάθος, να το πιστεύεις". Πάθος; Κι αυτό που κάνουμε ποιος το υποκινεί; "Ο πόθος". Καλά έρωτα ή γλωσσολογία θα κάνουμε τώρα; Ακυρώστε τα περί καθαρού οπτικού πεδίου. Πάλι σε μπελάδες μ' έβαλε. Ο δρόμος άρχισε να κινείται. Η διακεκομμένη γραμμή γίνεται ενιαία. Φυγή. Και απομόνωση. Και γράψιμο. Και ποτό. Και ενοχές. Μ' αρέσουν οι ενοχές. Με κρατάνε ζωντανό. Ακούω ραδιόφωνο. Ξερνάμε. Εγώ και το ραδιόφωνο. Την τηλεόραση δεν την ανοίγω. Βαριέμαι να σφουγγαρίζω. Εξάλλου με ενοχλεί και η ξινίλα. Καπνίζω. Βήχας. Βήχας. Πονάει όλο μου το κορμί. Πάνω φαντάζει τσαμπουκαλίδικο το βουνό. Εκεί ήταν από τότε που γεννήθηκα. Θα πεθάνω και μάλλον εκεί θα είναι. Το καημένο. Φυσάει. Παίρνω βαθιά ανάσα. Βήχας. Στο διάβολο. Ανοίγω τα χαρτιά που τα λένε εφημερίδες. Κριτικές βιβλίων. Ο τάδε λέει για τον δείνα ότι ναι, καλό το βιβλίο, αλλά θα μπορούσε να παραλείψει ή να προσθέσει εκείνο κι εκείνο. Ενδιαφέρουσα άποψη. Ειδικά από κάποιον που δεν έγραψε το βιβλίο. Να το διάβασε άραγε; Και έρχεται η απάντηση. Λέξεις άγνωστες. Ανοίγω το λεξικό. Α, αυτό σημαίνει. Ωραία γραφή, υπέροχη. Σκέτη έκθεση ιδεών. Χωρίς ιδέες. Χωρίς εκθέματα. Σκέτη… Μια ελαστική παγωνιά με τυλίγει. Με κανακεύει, με νανουρίζει. Με τριγυρίζει μια φλόγα που ξέχασε ν' ανάψει. Σαν φλόγα καμινέτου από πάγο. Μουδιάζω. Πέφτω για ύπνο και τα όνειρα είναι τόσο σαφή, λες και δεν είναι όνειρα. Μήπως έχω μπερδέψει το ύπνο με το ξύπνιο. Κάποια δεκαεξάχρονη, με χαμένο βλέμμα, με βρόμικο τζιν και μαύρο μπλουζάκι με σταματάει στη Στουρνάρη, και σαν στουρνάρι μου λέει: "Έχετε να μου δώσετε ένα κατοστάρικο να πάρω το λεωφορείο;" Όχι, απαντάω. Και λέω αλήθεια. "Χοντρομαλάκα, πούστη, σαπιοκοιλιά, κωλοαστέ, γιατί δεν έχεις ρε μαλάκα;" Την αρπάζω από το κεφάλι και της δίνω ένα φιλί στο στόμα. Τόσο δυνατό που τα χάνει. Μυρίζει, δεν ξέρω τι, μυρίζει, πετρέλαιο, βενζίνη, αλκοόλ, σαπούνι, τσίχλα, γλυκό, ερημιά. Ναι, αυτό είναι, ερημιά μυρίζει. Που βρέθηκαν στην ερημιά τόσες μυρωδιές; Όταν την αφήνω παίρνει μια ανάσα, σαν να είχε ώρα πολλή κάτω από το νερό, και γδύνεται. Γδύνομαι κι εγώ. Αρχίζουμε να περπατάμε κανονικά. Κοιτάζω προς τα κάτω. Φοράω ακόμη το σλιπάκι. Φέρνω αμήχανα το χέρι μου μπροστά. Προσπαθώ να διατηρήσω μια ουδέτερη έκφραση. Εκείνη σταματάει και ζητάει λεφτά από κάποιον άλλο. Με ένα πήδημα φτάνω στην Πατησίων. Ακόμη με το σλιπάκι είμαι. Είναι κοντά το σπίτι του Τάκη. Να προλάβω να πάω, να μπω μέσα. Με κοιτάνε; Σαν να μου φαίνεται ότι κανείς δεν με κοιτάει. Κι όμως ντρέπομαι. Γυμνός στην Πατησίων. Να πάρει ο διάβολος. Σκέφτομαι την "Επαναστατική Άλγεβρα"


Στο πεζοδρόμιο στέκεις και με κοιτάζεις να περνώ

στης πορείας τον άλικο στρόβιλο αιτημάτων για ζωή

τι κάνεις εκεί;

Κάνεις γκριμάτσεςσαν μαϊμού εκπαιδευμένη

Μα δεν σου είπε ποτέ κανείς

ότι στην εξίσωση άνθρωπος

το πρώτο μέρος είναι επανάσταση

το δεύτερο είναι ζωήκαι συ

άγνωστε χ

Τι να σου δώσουμε, λοιπόν, για τιμή;


Ξυπνάω… Ενοχές! Είπα ότι μου αρέσουν οι ενοχές. Πάω στο μπακάλη. Μίνι μάρκετ, το λέει. Πάει το μπακάλικο. Ούτε παντοπωλείο δεν το είπε ο άτιμος. Μπακαλίστικες δουλειές. Μπακαλίστικες απόψεις. Μπακαλίστικη ζωή. Του ζητάω ψωμί, τυρί, ένα τέταρτο, όχι πολύ, και δέκα μπίρες. "Θέλεις κρύες; Κάνουν κάτι παραπάνω, λόγω του ρεύματος που καίει το ψυγείο, αλλά είναι κρύες". Βάλε κρύες, Σάιλοκ. Να δούμε ποιος θα αντέξει ώς το τέλος. Πάω στο σπίτι, ανοίγω μια μπίρα, κάτουρο αλόγου. Ξερνάω. Μόνος μου αυτή τη φορά. Το ράδιο είναι κλειστό. Τις βάνω όλες στο δικό μου το ψυγείο. Στην κατάψυξη. Προσπαθώ να φάω κάτι. Πίνω λίγο νερό. Έχει γεύση σιδήρου. Ανατριχιάζω. Αρχίζω να γράφω. Μουσική. Μπομπ Ντίλαν. Θυμάμαι ένα πιτσιρικά κάποτε σε ένα από τα αμέτρητα μπαρ της ζωής μου να λέει: "Άντε μωγέ, μας ταγάξατε με τον γεγο-μπισμπίκι". Καλά. Βρες μου εσύ έναν νέο Ντίλαν και χάρισμά σου ο γέρος. Δεν έχεις; Άστο, λοιπόν, αγοράκι μου, να πάει. Μην το παιδεύεις. Όρνιο. Γράφω. Κομματιάζω την ψυχή μου, την απλώνω, την ισιώνω, την κάνω μικρά εύπλαστα σβολάκια και μ' αυτά σκαρώνω γράμματα. Να εδώ μου λείπει ένα γιώτα, πιάσε λίγη ψυχή και φτιάξε ένα γιώτα. Τι ψυχή έχει ένα γιώτα; Βγάζω μια μπίρα από την κατάψυξη. Αυτό είναι. Κρύα μπίρα. Ζωογόνα. Οι σκέψεις κουτρουβαλάνε σαν κοτρόνες. Γκαπ, γκουπ, γκαπαγκούπ. Τι μου έλεγες; Α, ναι για τη ζωή που ζούμε. Τι έχει αγόρι μου η ζωή, ζωή να 'χει. Και έχει. Εμείς δεν έχουμε. Γυρνάμε σαν δίκαιες κατάρες και ψάχνουμε να βρούμε τη ζωή. Λες κι αυτό που είναι μέσα μας είναι θάνατος. Είναι θάνατος; Μπα… Καλά είμαστε, μη φοβάσαι. Πάντα έλεγα ότι τέλος δεν έχει η ζωή. Μόνο ο θάνατος έχει. Κι αυτό που έχουμε μέσα μας δεν τελειώνει. Άρα, τι θάνατος και πράσινα άλογα μου λες. Λογική, αγόρι μου. Λίγη κοινή, ανθρώπινη, καθημερινή λογική δεν βλάφτει. Νά, πάρε, για παράδειγμα, την κυβέρνηση. Σύνταξη στα εξήντα πέντε οι γυναίκες και θα κερδίζουν και κάνα δυο χρόνια για κάθε ανήλικο παιδί. Εξήντα πέντε μείον δεκαεφτά ίσον σαράντα οκτώ. Κάνεις ένα παιδί από σαράντα πέντε μέχρι σαράντα οκτώ και νά τα δύο χρονάκια κέρδος! Ούτε ξυστό ούτε τίποτα, απλή κοινή λογική, απλά μαθηματικά. Ξέρεις, δεν φταίνε αυτοί. Κοίταξε να δεις. Κερδίζει ένα κόμμα τις εκλογές. Κοιτάει στο μαντρί ο αρχιτσέλιγκας. Ποιους έχει για μπροστοκρίαρα. Αυτόν κι αυτόν. Έλα εδώ αυτέ, θα πάρεις το υπουργείο εργασίας. Μάλιστα! Ό,τι πείτε. Τι ξέρεις από εργασία. Μα, δουλεύω. Σωστό, πάρε το υπουργείο. Έλα εδώ αυτέ νούμερο δύο, τι δουλειά ξέρεις. Δικηγόρος. Ωραία! Πάρε το υπουργείο Πολιτισμού. Εσύ τι είσαι παιδί μου; Κηροπλάστης! Ωραία, πάρε το Υγείας. Λογική κατανομή. Μα αυτούς έχουμε. Ε, ναι, μήπως εγώ είπα κάτι διαφορετικό; Με πλησιάζει ένα πλήθος γιαπωνέζων και μου τραβάει μια αναμνηστική. Κοιτάζω προς τα κάτω. Μπα, ντυμένος είμαι… Ενοχές. Και εμμονές. Ο Τάκης έρχεται και μου λέει "θα μείνω, αλλά με πεθαίνει η μέση μου". Καλύτερα, Τάκη μου. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα δεν θα γίνεις οσφυοκάμπτης. Με πλησιάζει ο Γιώργος. "Ξέρεις, είπαν για λεφτά". Ξέρω, Γιώργο, άσε, δώσαμε. Με πλησιάζει και το φάντασμα της Μικαέλας και μου λέει "πάμε για ψώνια". Μακριά, κορίτσι μου, δεν υπάρχει μία. Με πλησιάζει μια μπόχα, μου προσβάλλει τα ρουθούνια, ανεβαίνει στη μύτη, παρακάμπτει το διάφραγμα και φτάνει στο μυαλό. Ρε, κλείστε την τηλεόραση που να πάρει ο διάολος. Η μύτη μου έγινε πολύ ευαίσθητη. Μπίρα. Παρατάω τα χαρτιά. Πάνε να βγούνε και τα ανθρωπάκια των σκέψεων. Μέσα, γρήγορα. Πού να σας ξαναμαζεύω. Κλείνω βιαστικά τα χαρτιά. Παίρνω ένα βιβλίο, από τον σωρό. Κάποιος έχει βαλθεί να με πείσει ότι γράφει. Κάπου έχει ξεχώσει μια ιστορία με έναν συγγενή του και πάει να με πείσει ότι τούτο είναι ένα υπέροχο λογοτεχνικό έργο, με στοιχεία θρίλερ, με αξίες πρωτόγνωρες για τη λογοτεχνική μας παράδοση, με νόημα, με σφυγμό. Κόβω το βιβλίο με ένα ψαλίδι, κατασκευάζω ένα ανθρωπάκι, ψηλαφώ το χέρι του και δεν βρίσκω πουθενά σφυγμό. Μπίρα. Ένα αποκύημα της φαντασίας του πάει να ξεπεταχτεί από τις κομμένες σελίδες και καθώς δίνει ένα πήδο διαλύεται, πέφτει σαν χάρτινο βεγγαλικό. Χαρτοπόλεμος. Ασπρόμαυρος. Ούτε για τις απόκριες δεν κάνει. Κοιτάζω ξανά κάτω. Είμαι γυμνός. Μόνο το σλιπάκι. Πάω στον μινιμαρκετίστα, παίρνω μια μπίρα, δεν την πληρώνω, τη χρεώνει -βάζει και πανωτόκια, κάτι έχασε κι αυτός με τις μετοχές, δεν βαριέσαι- την ανοίγω αμέσως, πίνω. Είναι κρύα. Να κι ένα καλό όνειρο. Ας γυρίσω από το άλλο πλευρό. Αλλά δεν με κολλάει ύπνος. Να φύγω. Να γυρίσω στην πόλη. Να πάω να κλειστώ μέσα. Να ξέρω γιατί κλείνομαι μέσα. Να ορίζω την κλεισούρα μου με το χάος που επικρατεί εκεί έξω. Γιατί εδώ κλείνομαι μέσα μου, ορίζοντας την κλεισούρα με το χάος που υπάρχει μέσα μου, ταυτολογία. Δεν ισχύει. Πάμε βόλτα στη Λογική. Πιάσε το χέρι μου. Μη φοβάσαι, θα βρούμε τον δρόμο. Λογική. Πώς να δεις αυτό με το οποίο βλέπεις. Έλα. Ποιοι σκότωσαν την ελπίδα; Ρομαντικές μπαρούφες. Πνευματικά εξαμβλώματα. Πότε έκανες τελευταία φορά εμβόλιο για την ηλιθιότητα; Πρόσφατα; Ε, θα είχε λήξει. Που πας; Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Άρρωστε φίλε μου, ας θεραπευτούμε παρέα. Λεωφορείο. Μικρή Εκκλησία του Δήμου σε ρόδες. Τύραννος ο Οδηγός. Ο Φύρερ. Αν δεν του αρέσει κάτι παρεμβαίνει. "Όχι πολιτικά εδώ". Αν του αρέσει συμμετέχει και προτρέπει "άκου τι σου λέει ο κύριος". Θέμα σχέσεων είναι τα πάντα. Συμφωνίας. Σύμβασης. Αν ο "κύριος" είχε αντίθετη γνώμη θα ήταν "μαλάκας". Σχετικά είναι όλα. Και οι σχέσεις μας ακόμη. Ειλικρίνεια είπες, αγόρι μου; Βάλε μου δυο κιλά. Δυόμισι· να τ' αφήσω; Άστα και βάλε μου δύο. Κάποιος ανοίγει το παράθυρο. Τον χτυπάει ο ήλιος. Καλοκαίρι είναι. Πιστεύει ότι με τον καυτό αέρα θα ξεγελάσει το βιολογικό του θερμόμετρο. Ο πισινός πετάγεται. Πισινός, όνομα και πράγμα. "Κλείστε το, κύριέ μου, θα πουντιάσουμε". Άλλο ήθελε να τον πει, αλλά "κύριε" του βγήκε. Συμβάσεις. Έντονη συζήτηση. Φωνάζουν. Κάποιοι γελάνε. Κάποιοι κουνάνε τα κεφάλια για τον έναν ή τον άλλον χαζό. Ένας που διαβάζει Εστία, μονολογεί: "Σόδομα και Γόμορρα". Περίεργο. Κανένας δεν κλαίει. Μόνο ένα μωρό. Αυτό όμως κλαίει γι' άλλο λόγο. Επειδή γεννήθηκε. Εγώ δεν κλαίω. Διψάω. Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων. Χώρος απείρου κάλλους. Δεν θα τον περιγράψω. Είναι απερίγραπτος. Αξίζει να πάρεις κανονική άδεια και να πας να τον δεις. Θα τον έχουν λέει για τουριστική ατραξιόν στους Ολυμπιακούς. Άθενς μπάι δη Ρίβερ. Ταξί. Πέντε μαζί. Που πας; Εξάρχεια. Εσύ που πάτε; (είναι η καινούργια αττική σύνταξη, σχήμα λόγου της κίτρινης φυλής). Κηφισιά. Εμπάτε μέσα (άλλος γραμματικός τύπος, με εκκωφαντική μελωδία). Πάμε. Η γιαγιά, δίπλα, ισχνή και αμίλητη, μυρίζει εξοχή. Εγώ μέση. Η κυρία -γιαγιά είναι αλλά έχει κάνει αναπαλαίωση- στο άλλο πλάι, μυρίζει άρωμα, κάτι σε λιβάνι με κονιάκ και μια δόση ξινίλας. Πιο δίπλα ένα μικρό που φωνάζει όλο "γιαγιά", όχι τη γιαγιά, αλλά την κυρία-γιαγιά. Εκείνη με κοιτάει, χαμογελάει, και λέει "ανιψάκι μου είναι, αστειεύεται, καλέ". Ύφος λάγνο. Το πόδι της ακουμπάει στο δικό μου, αδιάφορο και νεανικό. Για να μου αποσπάσει την προσοχή από κάτω, μου λέει κοιτώντας πάνω: "Σκάσαμε. Έσφιξαν οι ζέστες!" Συμφωνώ. Πολλά έσφιξαν. Περνάει τη γλώσσα στα χείλη της. Παίρνει το μικρό αγκαλιά και κολλάει κι άλλο πάνω μου. Διψάω. Κατεβαίνω. Της κλείνω το μάτι. Τρέχω. Στην είσοδο. Το ασανσέρ κατειλημμένο. Έλεος! Ανεβαίνω από τις σκάλες. Μπαίνω μέσα. Ανοίγω το ψυγείο. Μπίρα. Παράδεισος. Ευτυχία. Τηλέφωνο. Ο εκδότης. "Τι κάνεις;" ρωτάει. "Λάθος" του λέω, το κλείνω και το βγάζω από την πρίζα. Ορμάω στο ντους. Νερό. Κρύο. Παραείναι κρύο. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν το κλείνω. Εκεί. Σιγά-σιγά το συνηθίζω. Υπέροχο. Ξεθολώνω. Μπαίνει η μητέρα του γιου μου. Με φιλάει. Τη φιλάω κι εγώ. Φιλιόμαστε. Κάνουμε έρωτα. Πίνουμε. Της έλειψα. Μου έλειψε. Λείπουμε, γενικώς, ο ένας στον άλλον. Ελλείψεις παντού. Έλλειψη νερού. Έλλειψη πόρων. Έλλειψη ανθρώπων - Όχι, από αυτούς έχουμε. Με τη μια ή την άλλη έννοια. Έλλειψη λογικής. Αλλά εδώ τα καταφέρνουμε καλύτερα. Βαφτίζουμε τα πάντα λογικά και ξεμπερδεύουμε. "Η λογική διάσταση των γεγονότων…", έλεγε ο άλλος με τα γυαλάκια στην τηλεόραση. Άσε. Μη λες. Μη λες τίποτα. Μονόδρομος η ζωή. Όπου πάει το ρεύμα. Και το ρεύμα πάει όπου το πάνε. Καταπίνω τη ζωή σαν προσβολή και προχωρώ. Το "Ουρλιαχτό της μοναξιάς" με τσιγκλάει σαν τον διάολο.
Κυριακή απόγευμα

Λονδίνο

Ουρλιαχτό στην πόλη

Στην πόλη του κόσμου
Ο Μουσταφάς, βρόμικος

πασαλείβει με λίπος την ψηστιέρα

Σου χαμογελάει…Ναι, γιατί όχι

Δέκα πάουντ είσαι

Τόσα αξίζεις την ώρα του τσαγιού

Κυριακή απόγευμα

Λονδίνο

Ουρλιαχτό στην πόλη

Στην πόλη του κόσμου

Άσε την Αγκάθα να βαυκαλίζεται…


Ο Μουσταφά λάδωσε τις πίτες στο λίπος και τις πέταξε στη φωτιά. Με κοιτούσε στα μάτια. Με κοιτούσε σαν να με έβλεπε πρώτη φορά. "ε, λε γκρεκ, τι σκέφτεσαι;" Τίποτα, ρε Μουσταφά, τι να σκεφτώ. Πιάσε ένα μεζέ και μια μπίρα. Και πίνουμε. Τον κοιτάω. Άλλα βάσανα και τούτος. Πήγε στην πατρίδα του, παντρεύτηκε μια εξαδέλφη του. Έτσι κάνουν. Την παντρεύτηκε, λοιπόν. Την πήρε μαζί του στη χώρα της υπερβόρειας παρθενιάς. Αρχή του δράματος. Κλάματα. Εκείνη έκλαιγε. Και έκλαιγε τις νύχτες που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όλες, δηλαδή. Καλοκαίρι. Ο υπερβόρειος ουρανός δεν σκοτεινιάζει με τίποτα. Σου κάνει τα νεύρα τσατάλια. Κλάματα. Οι αυτόχθονες τα έχασαν. Τι είναι τούτο; Ε, τι θέλετε να είναι; Πολλά είναι. Ψυχή είναι. Πολιτισμός είναι. Αντίληψη άλλη είναι. Η Άισα είναι. Δεν τη λένε Γκουνίλα. Λάθος. Λάθος; Ναι, ίσως, για σας. Κλάματα. Να πλημμυρίζουν τις κατ' ευφημισμόν νύχτες σας. Τότε που δεν κοιμάστε ή κοιμάστε λίγο. Μα, μας ξενίζει. Φυσικά. Αλίμονο αν συνέβαινε κάτι άλλο. Πάντα ενοχλεί το διαφορετικό. Ο Μ. δεν άντεξε. Την πήγε πίσω. Την επέστρεψε. Την παρέδωσε. Σαν δανεικό βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του κόσμου. "Κύριοι, η εγγύηση δεν ήταν αρκετή…" Χα! Την αγαπούσε. Και το καινούργιο στέρεο το αγαπάς. Την επέστρεψε. "Ευχαριστώ πολύ, με συγχωρείτε…" και τα λοιπά. Ο ίδιος επέστρεψε. Ήρεμος, εξωτερικά. Η νοικιασμένη πατρίδα τον είχε δασκαλέψει να μην εκφράζει την τρικυμία της ψυχής. Η ψυχολογική επέκταση του λευκού χιονιού, της εκκωφαντικής ησυχίας, των φωτεινών νυχτών, του απαραβίαστου των χωρικών υδάτων της προσωπικότητας, είχαν πέσει πάνω στην ψυχή του σαν βράχοι και καταπλάκωσαν εκείνο το χαμσίνι της βεδουϊνικής ερήμου. Χα! Παρέμενε, όμως, άραβας. Για τους άριους. Για τους δικούς του; Ξένος. Η μοίρα των ανθρώπων που έχουν το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί. Αέναα αιωρούμενοι. Ψυχικά. Σωματικά. Αιωρούμενα σωματίδια σκόνης. Σκόνης ασήμαντης. Κόκκοι σε ένα σύμπαν που συζητάει για το αν θα πρέπει να συμπαντοποιηθεί πριν ακόμη γνωρίσει τα όριά του. Μακέλεμα της ελπίδας. Απόπειρες να καταγράψεις με στυλό διαρκείας την ανεπάρκεια των λόγων σου. Νωχελικά τεντώματα, σαν κορμί που ξυπνάει στο απέραντο κρεβάτι του κόσμου. Τι θ' αντικρίσει; Μη ζορίζετε τη φαντασία σας. Αυτή τουλάχιστον δεν φταίει σε τίποτα. Αντιμετωπίστε την έπαρση που σας κάνει να μιλάτε για παγκοσμιοποίηση. Ανέραστοι και ανήμποροι να δείτε τον άλλον ως άνθρωπο, μιλάτε για τη συναδέλφωση. Ω, αν ξέρατε πόσο πιο απόρθητος καταντά ο σαραβαλιασμένος φράχτης του οικοπέδου σας από το τείχος του Βερολίνου. Πόσο πιο ισχυροί είναι οι φράχτες που κρατάνε καλά μέσα στα κεφάλια σας τον ογκόλιθο που βαφτίσατε πολιτισμό και γνώση. Πόση δεδομένη και "σίγουρη" γνώση κρατάτε εκεί μέσα; Σαν χάντρα για τη βασκανία, και ανεβασμένοι στα Ιμαλάια της σιγουριάς της αναφωνείτε: "Μολών λαβέ" Τι να λάβω, μωρέ μόμολα; Ας πιούμε Μουσταφά, ας πιούμε. Η απόσταση που μας χωρίζει είναι αυτό το τραπεζάκι ανάμεσά μας. Με μόρια που κινούνται ακατάπαυστα. Δεν εμποδίζουν. Δεν υπάρχουν φράχτες, Μουσταφά. Εμείς τους φτιάχνουμε. Και είμαστε πολύ καλοί σ' αυτό. Μαστόρια.Σοδιάζω τις πυρκαγιές του μυαλού μου. Τις αφήνω να κρυώσουν και τοποθετώ όμορφα τις παγωμένες φλόγες στο χαρτί. Με τάξη και ηρεμία. Με σεβασμό και αγάπη. Όλα είναι μια συνεχής πρόταση που αν βάλεις τελεία θα πάψει να υπάρχει. Μια ανάσα ίσον μια ζωή. Τυχεροί όσοι μπορούν και κρατούν λίγο παραπάνω την αναπνοή. Τυχεροί, είπα; Ίσως. Ίσως προλάβουν να βρουν ό,τι αναζητούν. Χα! Έτσι έλεγε ο Δάντης -όχι, όχι ο θεοκωμωδοποιός- εγώ μιλάω για τον αμερικανό φίλο μου που επέμενε ότι μπορείς να σκοτώνεις χωρίς τύψεις. Εσύ γιατί λιποτάκτησες όταν ήταν να πας στο Βιετνάμ, ρε Δάντη; Για να μη σκοτωθώ. Καλά έκανες. Σκοτώθηκε αργότερα. Τον σκότωσαν, δηλαδή, βρήκαν το κουφάρι του πεταμένο σε ένα κάδο απορριμμάτων. Τον είχαν σκοτώσει στο ξύλο, κυριολεκτικά. Ίσως να έφταιγε και η ζωή που έκανε, ίσως η δουλειά του. Πόρτα. Τι σημασία έχει;


Σημαντικό είναι ότι


Σε τούτους τους καιρούς

η ακινησία του νου

ίδια χρυσόσκονη

επικάθεται

αναδεύεται

επιβάλλοντας έναν δικό της ρυθμό

που απαξιοί να σκεφτεί

Η ίδια νεκρώνει τις απολήξεις των ταλάνων νεύρων μας

Διατάσσει σιγή ασυρμάτου

Σε καιρούς επικοινωνίας


Οι ανάγκες ίδιες παρθένες

στα μάτια (και τις αισθήσεις)

ενός ανίκανου εραστή


Κέντησε Ποιητή των Μεγαλουπόλεων

τα άστρα σου

με τσιμεντενέσεις
Τ' ακούσατε τι έπαθε η Ζωή

μπροστά μας βάλθηκε ν' αυτοκτονήσει

…Αφήνει την τελευταία της πνοή-απόδειξη ντροπής-

στα πόδια αυτών που την αγαπούν


Άλλο και τούτο

ν' αυτοκτονείς επειδή σ' αγαπούν.

[Ο ήλιος δύει στις 7 το βράδυ, για τα ημερολόγια]

Ο ήλιος τούτος έχει δύσει από τα μικράτα του!


"Γράψε κάτι", λέει τ' αφεντικό. Τι να γράψω, μωρέ; Άσε με να χωνέψω αυτά που γράφουν οι άλλοι. Τι να πρωτογράψω; Για τι να πρωτογράψω; Roma non fu fatta in un giorno. Και ΜΠΑΜ ηκούσθη στον αέρα! Τι να πω. Αρχίζει ο κύκλος του αίματος. Στάζει η γη. Μας δίνει ένα φιλάκι ο φόβος. Του αρέσει το foreplay. Και βγαίνουν οι αναλυτές και οι ψυχολόγοι-αναλυτές, και οι αναλυτές-αναλυτές και αναλύουν, διαλύοντας τα μυαλά μας με λέξεις αδέσποτες. Περιγράφουν την ανθρώπινη συμπεριφορά στη βάση ενός ηθικοπολιτικού συστήματος, το πλαίσιο του οποίου έχει οριστεί αυθαίρετα. Από άτομα επιτυχημένα. Σωστό. "Όταν το σύστημα σου προσφέρει επιτυχίες, σημαίνει ότι έχεις συνεισφέρει στην επιτυχία του συστήματος". Ποιος το είπε; Δεν ήμουν εγώ. Ο Κλιντ Ήστγουντ, ήταν. Σοβαρεύουν τα πράγματα. Οι γνώστες σφίγγουν νευρικά τα χείλη. Στους αναγνώστες σφίγγουν άλλα σημεία του σώματος. Κορυβαντώδεις αναλυτές, μας κοπρίζουν με αναλύσεις. Οι πολιτικοί; Μιλάνε κι αυτοί. Αλλά μην τους φοβάστε. Οι περισσότεροι είναι απολιτικοί. Συν ένα, μείον ένα ίσον μηδέν. Κι όταν τους στριμώξεις, το παραμύθι. "Η λαϊκή εντολή…". Καλά σου κάνουν και σε γονιμοποιούν, ρε κόσμε. Είχαν πέσει τώρα τελευταία οι αριθμοί γεννήσεων. Άντε μπας και δούνε κι οι άλλοι φως. Να βγουν στη ζωή. Φέρτε μου να πίνω. Μη σταματάτε. Ο γιατρός φωνάζει. Δουλειά του είναι. Επιστροφή στον Ανθρωπισμό. Πώς λέμε, η επιστροφή των Τζεντάι. Κάτι τέτοιο. Κουράστηκα. Νά, αυτό είναι το χειρότερο. Αυτό ήθελαν να πετύχουν. Να μας κουράσουν. Χειρότερο κι από τον θάνατο, είναι αυτό. Μουτζαχεντίν και Αμερικανοί. Αμερικανοί και Μουτζαχεντίν. Μουτζαχεντινοί και Αμερικανίν. Έχετε παίξει "κορόιδο", μικροί; Όταν στέκεσαι ανάμεσα σε δύο άλλους που πετούν ο ένας τη μπάλα (το μπαλάκι;) στον άλλον και εσύ κάθεσαι ως άλλος Αυνάν και προσπαθείς να την πιάσεις; Αυτό είναι. Περιπλανιέμαι στη βρόμα. Στη βρόμα των δηλώσεων. Δηλώσεις από παντού. Κατάντησε και η δήλωση σαν τη δημοκρατία. Όποιος θέλει την ξεστομίζει. Όποιος θέλει κοιμάται μαζί της. Τοις μετρητοίς ή επί πιστώσει. Ή και τζάμπα. Άλλοι καιροί. Σκύβω στον Καβάφη, ακουμπώ πάνω στον λάγνο γέρο για να μου ψιθυρίσει ξανά την ιστορία -και την Ιστορία- με τη Διορία του Νέρωνος. Ν' αγαλλιάσει κομμάτι η ψυχούλα μου. Πάντα δακρύζω στην τελευταία στροφή


Αυτά ο Νέρων.

Και στην Ισπανία ο Γάλβας

κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,

ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.


Πάντα δακρύζω με την Ειρωνεία της Ιστορίας. Ανήκει στις εμμονές μου. Δεν ξέρω γιατί. Πάντα δακρύζω. Και δακρύζοντας λυτρώνομαι. Ησυχάζω. Ξέρω ότι αμφότεροι οι μεγαλουσιάνοι θα την πληρώσουν. Και ησυχάζω. Και κοιμάμαι. Όχι άλλη μπίρα. Να κοιμηθώ θέλω. Και να ξυπνήσω σε μια άλλη γη. Σ' εκείνη που όλοι θέλουμε. Αφήστε, λοιπόν, να χαράξει η μέρα και να χαράξει τη ρότα της. Άλλη μια μέρα. Να που υπάρχει πάντα και κάτι άλλο…Άλλο; Κοιτάζω κάτω…Μήπως είμαι…ΓΥΜΝΟΣΣΣΣΣσσσσσσσσσ... Μη μιλάς σσσσσσσσ