Tuesday, May 02, 2006

En valsmelodi - Μια μελωδία σε ρυθμό βαλς


(του Nils Ferlin)
Dagen är släckt,
mörktet har väckt
stjärnor och kattor och slinkor
fyllda av skarn,
slödder och flarn
sova polishus och finkor -
Barnet det skådar i drömmarnas brus
hur en ängel med lyktor går runt våra hus.

Och ensam i kvällen den sena
jag slåss med en smäktande vals.
Och jag är ganska mager om bena,
tillika om armar och hals -
jag har sålt mina visor
till nöjets estrader
och Gud må förlåta mej somliga rader
ty jag är ganska mager om bena,
tillika om armar och hals.

Grämelsens son
i grammofon
sprattlar för Hans och för Greta
Pajas - ack ja -
schajas - ack ja,
gott kan det vara att veta!
Skänk mej nu bara ett rimord på sol
när jag redan har använt fiol och viol? -
Ack, ensam i kvällen den sena
jag slåss med en smäktande vals,
och jag är ganska mager om bena,
tillika om armar och hals

- Jag har ingenting alls här i världen att vinna
och snart i min grop skola maskarna finna
att jag är ganska mager om bena,
tillika om armar och hals.


Το φως αδειάζει
κι η νύχτα ξεβράζει
αστέρια, τσουλιά και πληρωμένες
ζωής σκουπίδια,
πόρνες συντρίμμια
μες σε κελιά σωριασμένες –
και το μωρό στου ονείρου την αχλή
άγγελο με λύχνο βλέπει στην αυλή.

Και μόνος μες την άγρια νύχτα
παλεύω με ένα βαλς ατονικό.
Και μια ατονία νιώθω στα πόδια
ωσαύτως σε χέρια και σε λαιμό–

τους στίχους μου πούλησα για τέρψεις σκληρές
συχώρα μου Θεέ μου και κάποιες στροφές,
αφού ατονία νιώθω στα πόδια
ωσαύτως σε χέρια και σε λαιμό.

Ντροπής κραυγή
από γραμμόφωνου χωνί
που κλαίει για τον Χανς και τη Γκρέτα
Παλιάτσος – ε, καλά–
κλοσάρ – μα, φυσικά,
Καλά τα λες - νέτα σκέτα!
Για πες μου εσύ πώς ριμάρει η “λιακάδα”
Τώρα που στράγγισα πια και τη λέξη “ικμάδα”

Κι αλίμονο, μόνος μες την άγρια νύχτα
παλεύω με ένα βαλς ατονικό.
Και μια ατονία νιώθω στα πόδια
ωσαύτως σε χέρια και σε λαιμό–

Απ’ τον κόσμο να πάρω δεν έχω τίποτα πια
και στον τάφο μου τα σκουλήκια θα μάθουν ταχιά
για την ατονία που νιώθω στα πόδια
ωσαύτως σε χέρια και σε λαιμό.
(μτφρ. Γρ. Κονδύλη)

Ένα άηχο… όπλο






Δεν είμαι “φανατικός” θεατρόφιλος. Παρακολουθώ παραστάσεις όταν μου δίνεται η ευκαιρία. Το σημείωμα που ακολουθεί ο αναγνώστης θα πρέπει να το εκλάβει μάλλον ως απλές σκέψεις αποτυπωμένες σε χαρτί. Εν ολίγοις, οι σκέψεις αυτές δεν επέχουν θέση κριτικής.
Παρακολούθησα, λοιπόν, τον “Ήχο το όπλου” της Λούλας Αναγνωστάκη. Ένα πολύ ελκυστικό σε σύλληψη –παρά το τετριμμένο της υπόθεσης, ακόμη και το 1985, όπου αναφέρεται– θέμα με έξυπνες ανατροπές αν και φανερές στην επιμήθεια μορφή τους. Άλλο περιμένεις, άλλο γίνεται. Και ύστερα αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που έγινε, ναι, θα μπορούσε να γίνει – αυτό και πολλά άλλα… Με την έννοια αυτή το έργο εκτυλίσσεται σε έναν κυκεώνα καταστάσεων (μεταξύ αυτών και οι εκλογές, η άλλη λύση που δίνεται εκεί έξω, σε πακέτο, και η οποία εύστοχα παρουσιάζεται με το πραγματικό της επίθετο από τη συγγραφέα: ενοχλητική) που σαν κύκλοι ζωών, μικρών και μεγάλων σε χρονική διάρκεια ζωών, εφάπτονται, τέμνονται και καμιά φορά καλύπτουν εντελώς ο ένας τον άλλον και σε κάνουν να αναρωτιέσαι σε ποιον ανήκουν, τελικά, τα διαμειβόμενα. Σε ηλεκτρονική εφημερίδα το έργο παρουσιάζεται με τα εξής λόγια: «Η σύγκρουση ανάμεσα σε μια μητέρα (που έρχεται από την επαρχία για να ψηφίσει) και το γιο της, που τον συναντά μετά από ένα χρόνο». Προσωπικά δεν αποκόμισα αυτή την εντύπωση. Ποια σύγκρουση; Μάλλον ο καθένας συγκρούεται ή έχει συγκρουστεί κατ’ αρχάς με τον εαυτό του και μετά οδηγείται στη φαινομενική σύγκρουση και με τους άλλους. Γιατί –πώς να το κάνουμε– τη σύγκρουση ως νόσο και θεραπεία αντάμα την κουβαλούν όλοι οι ήρωες μέσα τους. Ένας από αυτούς, ο Γιαννούκος (Απόστολος Τότσικας) την κουβαλάει και υπό μορφή όπλου. Το όπλο αυτό αποτελεί το κόκκινο νήμα μεταξύ ηθοποιών και θεατή και ώς ένα βαθμό και μεταξύ των ίδιων των ηθοποιών. Αυτό το όπλο περιφέρεται σκόπιμα και άσκοπα επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Σκόπιμα σε ό,τι αφορά το κρυφό κλείσιμο του ματιού (και φυσικά την υπόδειξη: νά εδώ περνάει το κόκκινο νήμα) προς τον θεατή και άσκοπα επειδή το όπλο τελικά είναι το πιο άκακο πράγμα που κυκλοφορεί στη σκηνή. Αν και “παίζει” δεν ανήκει στο παιχνίδι (ουσιαστικά, εννοώ… γιατί σίγουρα αποτελεί τμήμα της πλοκής). Το όπλο βρίσκεται εκεί για να ξεγελάσει τον θεατή, για να αποσπάσει την προσοχή του σε κατεύθυνση άλλη, μακριά από το επαπειλούμενο κακό. Όλοι το διαισθανόμαστε, όλοι το περιμένουμε (από άλλη, βέβαια, κατεύθυνση) κι αυτό δεν μας χαλάει χατίρι: έρχεται, από αλλού. Θα έλεγε κανείς ότι το κόλπο με το όπλο θυμίζει λίγο Άγκαθα Κρίστι που σε περνάει από πολλά πρόσωπα μέχρι που να σου αποκαλύψει τον πραγματικό ένοχο που είναι συνήθως και ο πιο απίθανος. Αλλά νομίζω ότι η Αναγνωστάκη με την πρότασή της πάει ακόμη πιο πέρα, σε πιο βαθιά νερά. Θέλοντας να περιγράψει την πραγματική απειλή χρησιμοποιεί έναν μάλλον βιτγκενσταϊνικό τρόπο κατάδειξης. Εκείνο το οποίο πρέπει πραγματικά να προβληθεί, αποσιωπάται. Θέλοντας, λ.χ. να καταδείξει το νησί, μας μιλάει για τη θάλασσα που το περιβάλλει. Μιλάει μόνο για το όπλο, ένα όπλο ακίνδυνο, ένα όπλο-μπαλαντέρ για το παιχνίδι που η Αναγνωστάκη παίζει μαζί μας αλλά, αλίμονο, κι ένα όπλο που δεν ακούμε ποτέ τον ήχο του. Ο Γιαννούκος όταν αφηγείται ότι θα ήθελε να πυροβολήσει προς τη μεριά του σκοτεινού ορίζοντα για νιώσει, τάχα, ελεύθερος, μιμείται τον ήχο του όπλου. Ίσως πρόκειται για συμβολισμό, για ειδοποίηση προς τον θεατή, για το ειλικρινές, αυτή τη φορά κλείσιμο του ματιού της συγγραφέως προς τον θεατή: από το στόμα του Γιαννούκου δεν ακούγεται κανένα μπαμ και στην ουσία δεν βγαίνει κανένας ήχος. Τα όπλα όμως υπάρχουν, κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς άδειες οπλοφορίας και τα λοιπά. Είναι οι ίδιοι οι ήρωες, είναι οι χαρακτήρες τους, είναι το πώς πλάστηκαν και το πώς και ποιοι τους έπλασαν. Όλους ανεξαιρέτως. Ακόμη και ο Ηλίας (Τσιδίμης) κραδαίνει, με σκοπό πασιφανή με ζέση περισσή, το όπλο της κολακείας προς τη μαμά-Κάτια (Λουκία Πιστιόλα). Όλοι τους είναι όπλα, ακόμη και ο φαινομενικά πυροβολούμενος απ’ όλους Μιχάλης-Μάικ (Νίκος Πουρσανίδης). Ίσως αυτός να είναι και το πιο μεγάλο κανόνι. Ο πιο αθώος στην όλη υπόθεση είναι το πραγματικό όπλο. Και, ίσως, το παιδί που αναμένεται (υπάρχει μήπως κι εδώ μια υποψία απειλής; Ήδη πριν γεννηθεί έχει ήδη χρησιμοποιηθεί ως όπλο).
Βαθιά ανθρώπινη τομή στην ανθρώπινη φύση αποτελεί τελικά το έργο πέρα από την επίφαση του χάσματος των γενεών. Εξάλλου, κι αυτό απότοκο των ανθρώπινων σχέσεων είναι.
Προσωπικές εντυπώσεις
Οι συντελεστές; Νέοι και λαμπεροί. Με εντυπωσίασαν όλοι τους. Θέλω όμως να σταθώ ιδιαίτερα στους νέους ηθοποιούς. Για τους δοκιμασμένους τι να πούμε; Τους ευχαριστούμε ειλικρινά. Και τη Λουκία Πιστιόλα και την Ευτυχία Τσαμποδήμου και τον Γιώργο Τσιδίμη. Οι νεαροί άντρες και η κοπέλα, Νίκος Πουρσανίδης, Απόστολος Τότσικας και Κατερίνα Καραδήμα συγκίνησαν. Το παίξιμο του Πουρσανίδη (σ’ αυτήν την ηλικία!) αποτελεί –για μένα– δείγμα ύφους. Χώθηκε τόσο βαθιά στο πετσί του ρόλου του που τελειώνοντας δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα που ανήκε, φυσικά, στον ρόλο. Τον ευχαριστώ ειλικρινά.
Κάποια συγγνωστά λαθάκια. Στις πρεμιέρες είθισται να υπάρχει ένα πάγωμα στην αρχή. Και δεν το γλιτώσαμε, αλλά ήρθε, λίγο μετά, και ζεστάθηκε με την εμφάνιση της Πιστιόλα και της Τσαμποδήμου στη σκηνή. Μετά κύλησαν όλα ομαλά.
Άλλο; Να σταματήσουν να έρχονται οι “επίσημοι” όποτε τους καπνίσει. Κάκιστη συνήθεια.
Γρηγόρης Κονδύλης

Υ.Γ. Εκείνο το “περίστροφο” που λέγεται από τους ηθοποιούς ενώ εμφανίζεται ένα αυτόματο πιστόλι με γεμιστήρα μήπως θα πρέπει, έτσι, για λόγους πραγματολογικούς, να αλλάξει; Το πιστόλι ή η λέξη. Ας γίνει “πιστόλι”.

Γιά σκεφτείτε το λίγο

Πόσες αντιλήψεις κουβαλάμε από τα μικράτα; Εκείνος ο τεράστιος ογκόλιθος που μας σφηνώνουν στο μυαλό από την παιδική ηλικία, εκείνος ο ογκόλιθος που σφύζει από “πρέπει” και “δεν πρέπει”, από “αρχές”, από ιδέες που δεν ζητήσαμε, από γνώμες που ίσως δεν μας ενδιαφέρουν. Αυτουργοί όλοι οι πριν από μας, ηθικοί αυτουργοί και αυτουργοί κι εμείς, άμοιροι διόλου των ευθυνών μας, θλιβεροί κι αχόρταγοι για χρήμα και δύναμη μέσα σε μια ατμόσφαιρα που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τι; Από τι; Εδώ χάνεται κάθε μέτρο σύγκρισης. Γιατί η ατμόσφαιρα της Κόλασης του Δάντη, οι αποκρουστικές εικόνες του Αποκάλυψη τώρα, οι περιγραφές οποιασδήποτε φρίκης δεν έχουν τίποτα κοινό μ’ αυτό που ζούμε. Για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι πρώτες δεν είναι πραγματικές. Κι αν είναι, από το δεύτερο χέρι της περιγραφής τις ζούμε. Ο δεύτερος είναι ότι αυτές που ζούμε είναι τυλιγμένες στην αχλύ της καθημερινότητας, της ενίοτε ήρεμης, της ενίοτε όμορφης, της ενίοτε υπέροχης καθημερινότητας. Και δεν τις βλέπουμε. Πανάδα σκεπάζει τα μάτια της ψυχής και απομονώνει το μυαλό που έχει στριμωχτεί στην γωνία κάτω από την αφόρητη πίεση του ογκόλιθου. Στις παρυφές του σταλάζει ο ιδρώτας γενιών, αρχών και πεποιθήσεων. Δίνει και παίρνει μεταξύ τους η φρυκτωρία. Κουνάνε χέρια, πόδια, ανεμίζουν πυρσούς κι ανάβουν φωτιές για να μεταδώσουν τι; Νά και το μυαλό μας, μόνιμος φρυκτωρός, ξεχασμένος από την αρχή του χρόνου εκεί μέσα. Δεδομένα, δεδομένα, υποκείμενα, προκείμενα, θέματα, σκοποί, προθέσεις – και προσθέσεις.
Ενδιαφέροντα; Σαφώς.
Χρήσιμα; Ρητώς.
Κάνουμε χωρίς αυτά; Ουδαμώς.
Τα χρειαζόμαστε, λοιπόν; Ποσώς.