Saturday, January 17, 2009

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΄Η ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ (Μια απόπειρα μετάφρασης ενός σουηδικού κλασικού έργου... )
Ι
Τούτη είναι η μοιραία μέρα κατά την οποία ο χωροφύλακας έλαβε την απόφαση να επιβάλλει στον μπακάλη την ποινή της φυλάκισης.
Ήδη, μετά από τη μικρή απόσταση που κάλυψε με το ποδήλατό του, συναντάει το πρώτο εμπόδιο στον ακανθόσπαρτο δρόμο απονομής της δικαιοσύνης. Στην άκρη της σιδηροδρομικής γραμμής, τα τριχωτά αυτιά του συλλαμβάνουν κρότους μεταλλικούς που προέρχονται από τις πολυκαιρισμένες ράγες και σταματάει, ως ο νόμος ορίζει, μπροστά στις κιτρινόχρωμες πινακίδες του σιδηροδρόμου, οι οποίες προειδοποιούν για Αφύλακτη Διάβαση και Υψηλή Τάση.
Εγώ, ο Άξελ Βέμπερ, βιώνω ανάμεικτα συναισθήματα βλέποντας μπροστά μου το χωροφύλακα με σάρκα και οστά. Ως πολίτης αισθάνομαι αγανάκτηση και μια εριστική ανάγκη να γράψω στα Νέα της Σέντερμανλαντ μιαν επιστολή παραπόνων. Ως αφηγητής, όμως, τούτης της ιστορίας νιώθω χαρά και δημιουργικότητα. Ο χωροφύλακας δεν φέρει το προβλεπόμενο από τον κανονισμό πηλήκιο στο γκριζομάλλικο κεφάλι του που θυμίζει σκαντζόχοιρο, επειδή έφυγε κρυφά από το σπίτι για υπηρεσιακούς λόγους, εν αγνοία της συζύγου του, και ως εκ τούτου περιφέρεται με πολιτική περιβολή. Ή όπως αλλιώς θ’ αποκαλούσε κανείς την αμφίεσή του. Στο αριστερό του πόδι φοράει γαλότσα[1] πάνω από ριγέ κάλτσα χοντρής πλέξης, με ρίγες ασπροκόκκινες. Στο σακάκι του, στο μέρος της καρδιάς, λάμπει σαν μεγαλόσταυρος η αστυνομική κονκάρδα με τις ράβδους εξουσίας χιαστί. Η φάτσα του προδίδει ενοχή: κοιτάζει γύρω του με σουφρωμένο στόμα και με προκλητικά έντονο και γουρλωτό βλέμμα, λες και είναι κανένα παιδάκι που το πιάσανε να κλέβει μήλα. Αυτό μπορεί να φαίνεται περίεργο, αν κανείς σκεφτεί ότι ο χωροφύλακας βρίσκεται, αυτή τη στιγμή, καθ’ οδόν προς εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος. Ήτοι, να επιβάλει στον μπακάλη την ποινή της φυλάκισης, μια που εκείνος φέρεται ένοχος για κατ’ επανάληψη παραβάσεις του βασιλικού διατάγματος της 14ης Ιουνίου 1917, το οποίο ορίζει ότι η έκδοση αδείας λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών γίνεται κατ’ αποκλειστικότητα από τη δημοτική αρχή. (Στα «οινοπνευματώδη ποτά» περιλαμβάνεται και ο ζύθος κατηγορίας Β).


______________________________________________________________


–Ευχαριστώ. Τότε θα ήθελα να στρέψω την προσοχή μου σε πιο ενδιαφέροντα θέματα. Η ηρωίδα σου Μέρτα Σβένσον, η κοκκινομάλλα βοσκοπούλα με τα βαμβακερά, η Ιζόλδη του χωριού, η Ιουλιέττα του κοπρώνα, είναι μία κανονικότατη χαζοβιόλα, καταδυναστευμένη από την τίμια φιλοδοξία να διακορευτεί από κάποιο μαλλιαρό αρσενικό, να γεμίσει από το σπέρμα του και να υποταχτεί, εν γένει, σ’ αυτό που είναι βιολογικά προδιαγεγραμμένο. Δύο αρσενικά φαίνεται από πρώτο χέρι να θέτουν υποψηφιότητα ως πιθανοί μαρκαλιστές, ήτοι pro primo: ο εργάτης γης Έρικ Γκούσταφσον, γεννηθείς το 1918, γιος του εκτροφέα γουνοφόρων ζώων Στεν Γκούσταφσον και της συζύγου του Χίλμα, αμφοτέρων εγγεγραμμένων εις τα τοπικά μητρώα. Pro secundo: ο ξεροκέφαλος εξάδελφός μου, Καρλ Γκούσταφ Ούρσε, γεννηθείς το 1893, ο οποίος ένιωσε εξάψεις στη γέρικη σάρκα του, όταν άγγιξε τα μαλακά της νεαρής δεσποινίδας και άκουσε την ένρινη και κάπως κρυψίβουλη φωνή της να αρθρώνει ηλιθιότητες.
Ποιος από αυτούς τους δύο, αναρωτιέται τώρα κανείς, κατέχει τη σήμερον ημέρα τις καλύτερες πιθανότητες να κάνει τη Μέρτα Σβένσον να καρποφορήσει; Η κατάσταση είναι περίπλοκη. Η Μέρτα βιώνει κάποια αισθήματα ασφαλείας και καλοπέρασης μαζί με τον Γκούσταφσον, παρόλο που αυτός, σύμφωνα με τον νόμο περί Der Idiotismus des Landlebens[6] είναι ένας νεαρός χωριατοκόκορας, που αυτή τη στιγμή, καθώς κάνουν βόλτες στο χωματόδρομο, της λέει για το πώς γεννούν τα γουρούνια και για το πώς απλώνουν την κοπριά· ένας ο οποίος εις μάτην πασχίζει να μάθει ακορντεόν και που ως μοναδική κοινωνική φιλοδοξία του θεωρεί τη συμμετοχή του στην χρονιάρικη δραστηριότητα καθαρισμού ενός επαρχιακού ρέματος από τα περίσσια υδρόφυτα. Ο σκοπός του Γκούσταφσον είναι, κατά πώς λένε, “τίμιος”, αλλά οι οικονομικές του δυνατότητες να στήσει σπιτικό πρέπει προς το παρόν να είναι υπέρ το δέον ισχνές. Τα ίδια τα όνειρα του Γκούσταφσον, να κερδίσει το λαχείο ή να κάνει στράκες σε πανηγύρια ως κατσαρομάλλης βιρτουόζος του ακορντεόν, μάλλον ενισχύουν παρά αποδυναμώνουν την πρόγνωσή μου. Και μάλιστα, στα κρυφά, αυτή η οικονομική κατάσταση κάνει τη Μέρτα Σβένσον να επιθυμεί τη διατήρηση της παρθενιάς της και την αποχή από τη σεξουαλική ζωή αντί του προαναφερόμενου Γκούσταφσον, διότι στην κοινωνία που ζούμε, μόνον τα σπερματοζωάρια με μεγάλο εισόδημα, μη υποθηκευμένο αρχοντικό και τοκοφόρο κεφάλαιο, μπορούν να καταφέρνουν να γονιμοποιούν τα ωάρια. Θηλυκά άτομα που αφήνονται να γονιμοποιούνται χωρίς μια τέτοια οικονομική αντασφάλιση πλήττονται επίσης και από την ηθική επίκριση της κοινωνίας. Βλέπε, σχετικά, τη μελέτη του Ένγκελς περί καταγωγής της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, στην οποία ο μεγάλος στοχαστής προδιαγράφει επίσης το ευτυχές καθεστώς του ελεύθερου έρωτα, το οποίο σήμερα επικρατεί στο εύδαιμον βασίλειο του σοσιαλισμού, η μοίρα του οποίου είναι στενά αλυσοδεμένη με τον Ιωσήφ Στάλιν.
Βαρέθηκα τη ζωή.
Ωστόσο: οι προοπτικές του Έρικ Γκούσταφσον για γονιμοποίηση με τη Μέρτα Σβένσον πρέπει να θεωρούνται βραχυπρόθεσμα ως ανύπαρκτες.


[1] Πρόκειται για λαστιχένια επένδυση που φορούσαν πάνω από το παπούτσι για την υγρασία (Σ. τ. Μ.)
[2] Svea-riket, το Βασίλειο της Σβία, εξ ου και Sverige, ήτοι η σουηδική απόδοση της Σουηδίας (Σ. τ. Μ.).
[3] Οι γκράντε (ανώτατος τίτλος ευγενείας) της Ισπανίας, προσφωνούνταν mon Cousan [εξάδελφέ μου] από τον βασιλιά (Σ. τ. Μ.)
[4] Το ιερό φίδι της αρχαίας Αιγύπτου (Σ. τ. Μ.)
[5] βλ. σημ. 3.
* περίπου «Εκλύτου βίου και υπερβολικής ευφορίας» [Σ.τ.Μ.].
* Αλλοίμονο! Έχω δει τους ανθρώπους του κράτους να ξερνούν!
[6] Η ηλιθιότης των χωρικών (Σ. τ. Μ.).